σύμπηκτος

σύμπηκτος
-η, -ο / σύμπηκτος, -ον, ΝΑ [συμπήγνυμι]
πηχτός, πηγμένος («γάλα σύμπηκτον», Φιλόξ.)
αρχ.
1. ο μαζί με άλλον συγκροτημένος, μαζί κατασκευασμένος
2. στερεός, συμπαγής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σύμπηκτον — σύμπηκτος put together masc/fem acc sg σύμπηκτος put together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπήκτοις — σύμπηκτος put together masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμπηκτα — σύμπηκτος put together neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπήκτωση — η, Ν 1. η ιδιότητα τού σύμπηκτου 2. φρ. «σημείο συμπήκτωσης» ο βαθμός τής θερμοκρασίας κατά τον οποίο ένα υγρό και, ιδίως, λάδι παύει να είναι ρευστό και αρχίζει να πήζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύμπηκτος + κατάλ. ωση (πρβλ. πυράκτ ωση)] …   Dictionary of Greek

  • συμπήξ — ῆγος, ὁ, Α σύμπηκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πήξ (< πήγνυμι), πρβλ. κατα πήξ] …   Dictionary of Greek

  • ξύμπηκτα — σύμπηκτα , σύμπηκτος put together neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”